απροσκύνητος

απροσκύνητος
-η, -ο (Μ ἀπροσκύνητος, -ον)
1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει
2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απροσκύνητος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν προσκύνησαν ή δεν προσκυνούν: Για να πάρει τη θέση αυτή, δεν άφησε δυνατό απροσκύνητο. 2. αυτός που δεν ταπεινώνεται, δεν υποτάσσεται στους δυνατούς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος περήφανος, απροσκύνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ԱՆԵՐԿՐՊԱԳԵԼԻ — ( ) NBH 1 0142 Chronological Sequence: 8c ա. ἁπροσκύνητος Ո չէ երկրպագելի. որում ոչ լինի երկիրպագանել. *Որպէս զծառայ, որպէս զմարդ (ոք) աներկրպագելի. Աթ. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”